player

Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2011

Χριcτούγεννα - Ήθη και Έθιμα









Από τιc θρηcκευτικέc γιορτέc, μεγάλη cημασία έδιναν cτα Χριcτούγεννα. Την παραμονή των Χριcτουγέννων εθήμιζαν (έλεγαν τα Χριcτουγεννιάτικα κάλαντα). Τα πιο χαρακτηριcτικά και ιδιωματικά χριcτουγεννιάτικα κάλαντα του Πόντου είναι τα ακόλουθα:
Χριcτόc ΄γεννέθεν,
χαράν cον κόcμον,
χα καλή ωρά, καλή c' ημέρα.
Χα καλόν παιδίν οψέ ΄γεννέθεν,
οψέ ΄γεννέθεν, ουρανοcτάθεν.
Τον εγέννεcεν η Παναγία,
Τον ενέcτεcεν Αϊ- Παρθένοc.
Εκαβάλκεψεν χρυcόν πουλάριν
κι εκατήβεν cο cταυροδρόμι,
cταυροδρόμι και μυροδρόμι.
Έρπαξαν Ατόν οι χιλ' Εβραίοι,
χιλ΄ Εβραίοι και μυρι' Εβραίοι.
Α c' ακρόντικα κι α' cήν καρδίαν
αίμαν έcταξεν, χολή ΄κι εφάνθεν.
Ούμπαν έcταξεν και μύρον έτον,
μύροc έτον και μυρωδία.
Εμυρίcτεν ατό ο κόσμοc όλον,
Για μυρίcτ΄ατό κι εcύ Αφέντα.
Έρθαν τη Χριcτού τα παλικάρα
και θημίζνε τον νοικοκύρην,
νοικοκύρην και βασιλέαν.
Δάβα cο ταρέζ', κι ελά cην πόρταν,
δοc μαc ούβαc και λεφτοκάρα.
Κι αν ανοιείc μαc, χαράν cην πόρτα c'.



Τα παιδιά έψελναν τα ποντιακά κάλαντα cυνήθωc το απόγευμα ή το βράδυ τηc παραμονήc και τουc έδιναν, αντί για λεφτά, ξηρούc καρπούc, ξερά cύκα και κερατούτσεc που έμοιαζαν με φαcόλια αλλά ήταν γλυκέc. Cε άλλα μέρη οι Πόντιοι, παραμονέc Χριcτουγέννων, μαζεύονταν cτην πλατεία και αποφάcιζαν για το γιορτινό τραπέζι.
Την παραμονή cταματούcαν κάθε εξωτερική δουλειά και απλά cυμπλήρωναν τιc τελευταίεc λεπτομέρειεc για τη μεγάλη γιορτή.
Cε πολλά μέρη έβαζαν cτο τζάκι ένα κούτσουρα το «χριcτοκούρ'» το οποίο άναβαν μόλιc χτυπούcε η καμπάνα και θα κρατούcαν αναμμένη τη φωτιά τρειc μέρεc τα  «Χριcτουήμερα» όπωc έλεγαν τις τρειc μέρεc των Χριcτουγέννων.
Για γούρι cε άλλεc περιοχέc το βράδυ τηc παραμονής των Χριcτουγέννων έκαιγαν cτην φωτιά ένα χλωρό κλαδί από απιδιά και το νέο έτοc από μηλιά. Πρόcεχαν να  καίγεται όρθιο και να μην πέcει γιατί πίcτευαν πως θα χαλάcει το γούρι.
Από το βράδυ τα παιδιά της ευρείαc οικογένειαc, έκοβαν κλαδιά αχλαδιάc πού τα καβαλούσαν cαν άλογα, έφταναν cτη πόρτα του cπιτιού και μπαίνονταc φώναζαν « Χριcτούγεννα και κάλαντα και φώτα και καλοχρονία και καλοκαρδία και να ζήσει ο πατέραc και η μητέρα και όλοι οι cπιτικοί».
Μόλιc έμπαιναν cτο cπίτι ο πατέραc τουc έδινε φιλοδώρημα μετά έπαιρνε τα  φανταcτικά άλογα κάρφωνε cτο δήθεν cτόμα τουc από μια μπουκιά ψωμί και τα έβαζε κοντά cτο τραπέζι, οπότε άρχιζαν το φαγητό.
Cτις 4 το πρωί χτυπούcε η καμπάνα για να πάνε cτη εκκληcία. Την ημέρα αυτή  όλοι θα φορούcαν καινούργια ρούχα και παπούτcια και θα ετοίμαζαν τα πιο καλά  φαγητά.
Ανήμερα των Χριcτουγέννων, μετά την εκκληcία, έτρωγαν όλοι μαζί cτο cπίτι πατcά. Ένα άλλο έθιμο ήταν η προcφορά δώρων cτα παιδιά από το νονό τουc και πολλέc φορέc ο βαφτιcιμιόc πρόcφερε δώρα cτο νονό του και αυτό λεγόνταν « καλαντίαcμαν.
Όλοι cυγκεντρώνονταν cε κοινό τραπέζι cτη μέcη του οποίου έβαζαν ένα κλαδί  μηλιάc που το έφερνε το πιο μικρό παιδί, το οποίο φιλοδωρούcαν ο παππούc και η  γιαγιά, πιcτεύονταν ότι έφερνε ευτυχία. Διαcώζονται τραγούδια της Χαλδίαc, τα οποία παρακινούν τιc νέεc κοπέλεc να λάβουν υπόψη τουc τον γάμο, «έπαρ τη χαράν c' ομμάτ' τα'c». 
Ένα cημαντικό έθιμο των Χριcτουγέννων cτον πόντο είναι και οι Μωμόγεροι «εποίναν τοι Μωμοέρτc».
Χουcπαντιών ήταν λαϊκά δρώμενα που τελούνταν την παραμονή των Χριcτουγέννων από όμιλο τεccάρων ανδρών, οι οποίοι μεταμφιέζονταν: ο έναc cε γενειοφόρο γέροντα, που ονομαζόταν Μπέηc ή Αγάc, ο άλλοc cε νέο με μαύρα γένια που θα υποδυόταν το ρόλο του γαμπρού, ο τρίτοc cε νέο που θα υποδυόταν το ρόλο του δικαcτή-κριτή κι ο τέταρτοc cε ωραιότατη νέα, που ονομαζόταν Φατήκ.
Όλα τα προβλήματα τα αντιμετώπιcαν με καρτερία, οι πόντιοι, « c cο πλάν τη Ρωμανίαν».
Ένα μόνο δεν μπορούcαν να υπομείνουν, τον ξεριζωμό.
Αυτό το cυναίcθημα τηc νοcταλγίαc cτον πατρογονικό τουc τόπο οι καταγόμενοι από τον πόντο ποιητέc, το μετέφεραν μέcα cτην ποίηcή τουc. Ο αείμνηcτος Ηλίαc Τcιρκινίδηc προcπαθεί να εκφράcει αυτή την αγωνία και τη λαχτάρα cτο ποίημά του:

«"ΧΡΙCΤΟΥ ΄C CΗΝ ΞΕΝΙΤΙΑΝ" (ΧΡΙCΤΟΥΓΕΝΝΑ CΤΗΝ ΞΕΝΙΤΕΙΑ)
Cκωθέcτεν! Αλληλούια κι αγγελικά λαλίαc γλυκέμνοcτα κι ο ουρανόν κι ο κόcμον εγομώθεν.»

Πληcιάζουν τα Χριcτούγεννα μακριά από τον Πόντο. Θέλει να φύγει γρήγορα. Παρακινεί και τουc άλλουc να cηκωθούν. Ακούει μέcα του τη γλυκιά μελωδία των αγγέλων τηc Βηθλεέμ που κατέρχεται από τον ουρανό και ο κόcμοc γέμιcε. Πλημμύριcε από νοcτιμάδα.

«Cύναυγα έρ' ται ο Χριcτόν! Αc χαίρουμεc, αc πάμε ΄c cην απαντην Άτ' ΄c cου παρχάρ' τον ανθομυριγμένον!»

Με τουc cτίχουc αυτούc ο ποιητήc εξηγεί τουc λόγουc για τουc οποίουc, τουc ζήτηcε να cηκωθούν. Πολύ πρωί, χαράματα, έρχεται ο Χριcτόc και πρέπει να τρέξουμε να τον cυναντήcουμε γιατί έτcι θα χαρούμε. Μόνο που πρέπει να τρέξουν cτα παρχάρια, τα όμορφα βοcκοτόπια του Πόντου. Κάπου εκεί cτην άκρη τηc πλούcιαc βλάcτηcηc βρίcκεται η δική του cτολιcμένη φάτνη. Παντού λουλούδια που ευωδιάζουν για να υποδεχτούν το θείο βρέφοc.
«Ναι! Κάθε χρόνο ο Χριcτόν, αc' cα ψηλά παρχάρα,
ερ' ται δαβαίν' και-ν ευλογίζ' τα κρύα τα νερόπα
τα χορταρόπα τα χλωρά και τα μανουσακόπα
και τ' άχαρα τα μάραντα, τα πρωτονοταγμένα-
καμίαν' κι αναcπαλλει ΄ατα και τ' απορφανιcμένα!
»


Με οδύνη και πόνο cτην καρδιά γνωρίζει ότι ο Χριcτόc έρχεται κάθε χρόνο στην γη. Περνάει και από τον Πόντο από τα ψηλά μέρη, τα βοcκοτόπια τουc. Περνάει και χαρίζει πλούcια την ευλογία του cτα κρύα νερά, cτα όμορφα χόρτα και τουc μενεξέδεc, αλλά και όλα εκείνα τα καημένα τα λουλούδια που δέχθηκαν την πρωινή δροcιά. Καμιά φορά δεν τα ξέχαcε ο Χριcτόc γιατί ξέρει ότι αυτά αιcθάνονται ορφανά με την απουcία μαc.

«Κ' εμείc πώc ν' αναcπάλλομε, με το ποίον καρδίαν,
εκείνα τα παρχάρα, μουν, τ' ανέcπαλτα, ΄c cα ξένα;»

Ο ποιητήc δεν βρίcκει καμία δικαιολογία να ξεχάcει να βρεθεί cτην υποδοχή του Χριcτού που είναι πάντα cυνεπήc. Δεν το επιτρέπει η καρδιά του να ληcμονήcει τα παρχάρα που βρίcκονται cτα ξένα.
«Αc πάμε ολ' αγλήγορα, χρυcοαναλλαγμένοι
εκεί ΄c cον παρχαρότοπον τον τcιτcεκοπλαcμένον,
για ν' απαντούμε το Χριcτόν cιτ' έρ' τ' απάν' αc' c' άθα
κι Ατόν αc τριγυλιcκουμεc και να παρακαλούμε:
"Χριcτέ μ' πότε θα κλώcκουμεc c' εμέτερα "
,τα τόπα
»


Η ώρα τηc υποδοχήc του Χριcτού πληcιάζει και ο ποιητήc αιcθάνεται μέcα του την αγωνία. Παροτρύνει όλουc να πάνε γρήγορα. Να φορέcουν τα καλύτερα ρούχα τουc και εκεί cτον πλαcμένο από λουλούδια παρχαρότοπο να προλάβουν το Χριcτό, την ώρα, ακριβώc, που θα κατέρχεται από τον ουρανό. Τότε, όλοι μαζί να cταθούμε γύρω-γύρω και να τον παρακαλέcουμε: Χριcτέ μαc, πεc μαc πότε θα γυρίcουμε cτα δικά μαc τα μέρη, cτον τόπο μαc.
Με πόνο ψυχήc απευθύνεται cτο Χριcτό και του λέει το παράπονό του αν ξέρει πότε θα γυρίcουν πίcω cτον τόπο τουc.


«Κ' εμπρ' αc' εμάc γονατιcτά, cα γόνατα τ' αc ρουζ' νε
Κι εκείνα τα μικρούτcικα παιδόπα μουν τ' αθώα
-με τα χερόπα τ' άγια κι ακρίματα- κ' εκείνα
κ' εκείνα π' αc παρακαλούν με τ' ανοιχτά τ' αγκάλιαc.
»


Οι τελευταίοι τέccερις cτίχοι αναφέρονται cτα μικρά παιδιά. Ο ποιητήc μαc γνωρίζει την αγάπη του Χριcτού cτα μικρά παιδιά. Γι' αυτό ζητάει τη στιγμή της cυνάντηcηc με τον, εξ ουρανού, κατερχόμενο Χριcτό, αυτά να βρίcκονται πολύ μπροcτά. Όταν θα κάνει την εμφάνιcή του ο Χριcτόc, να γονατίcουν μπροcτά του με ανοιχτέc τις τρυφερέc αγκαλιέc τουc και να τον παρακαλέcουν. Τα χεράκια τουc δεν έχουν γίνει αιτία για καμία αμαρτία. Είναι πολύ μικρά και αθώα ώcτε να εισακουcτεί η προcευχή τουc, για τα "απορφανιcμένα" παρχάρια, τα "ανέcπαλτα".
άρθρο Παναγιώτη Παπαδόπουλου, φιλόλογου καθηγητή.




ΕΔΕCΜΑΤΑ-ΕΘΙΜΑ CΤΑ ΧΡΙCΤΟΥΓΕΝΝΑ

Την παραμονή των Χριcτουγέννων η νοικοκυρά αcχολείτο με το καθάρισμα του cπιτιού και με την Παραcκευή διαφόρων εδεcμάτων για το cπίτι και για επιcκέπτεc cτο cπίτι τηc cτη διάρκεια των τριών ημερών των Χριcτουγέννων, γιατί γιορτάζανε τα Χριcτούγεννα τρειc μέρεc. Ο άνδραc παρέμενε cτο cπίτι και ετοίμαζε την φωτιά για ψήcιμο των διαφόρων παραcκευαcμάτων της cυζύγου, όπωc ήταν :
Α) Τα κολόφια : η cύζυγοc έπλαθε το ζυμάρι και το έκανε ρολό όπωc το λουκάνικο και το άλειφε με κροκίδα αυγού και αφού τα έβαζε μέcα σε λαμαρίνα τα τοποθετούcε cτη cυνέχεια μέcα cτο φούρνο ή το τζάκι που φρόντιζαν να είναι αναμμένο όλη την παραμονή. Τα κολόφια τα cερβίριζαν cυνήθως με γιαούρτι, με μέλι ή ζάχαρη και cουcάμι.
Β) Τα Μπουρέκια : άνοιγαν μεγάλα φύλλα από ζυμάρι και μεταξύ των δύο φύλλων τοποθετούcαν ψιλοκομμένο κρεμμύδι, ρύζι και καβουρμά (ένα είδοc χοντροκομμένου κιμά) αγελαδινό βούτυρο και το τοποθετούcαν μέcα σε γάcτρες ή cάτσια  επάνω από τιc πυροcτιές  και μετά το ψήcιμο τα άλειφαν πάλι με βούτυρο και ήταν έτοιμα για cερβίριcμα. Τα cάτcια ήταν ένα είδοc κυρτήc μεγάληc λαμαρίναc τα οποία τα τοποθετούcαν πάνω cτιc πυροcτιέc και ήταν εcωτερικά επενδυμένεc με πηλό από cτάχτη.
Γ) Τα λελέκια (πελαργοί) : Τα λελέκια ή λεϊλέκια τα έκαναν cυνήθως κάθε εννέα Μαρτίου γιατί τότε πίcτευαν πωc έρχονται οι πελαργοί ,αλλά τα παραcκεύαζαν και cτιc παραμονέc των Χριcτουγέννων και τηc Πρωτοχρονιάc. Το λελέκι γίνεται με πολύ αραιωμένο ζυμάρι από αλεύρι, με βούτυρο και νερό και αφού ανάψει η πυροστιά ρίχνουν με το κουτάλι αργά αργά πάνω στο cάτσι από το ρευστό παραcκεύαcμα και προcφέρεται μετά με λίγο μέλι ή γιαούρτι η ξινόγαλο (Τάν).
Δ) Γιουχάδεc : Οι γιουχάδεc γίνονται μόνο από cιταρίσιο αλεύρι και σε πολύ λεπτά φύλλα. Αφού ανοιχτούν τα φύλλα και αυτά απλώνονται πάνω στο cάτcι και αφού ψηθεί η μια του πλευρά την γυρίζουν από την άλλη και μετά το ψήcιμο τα τοποθετούν με cειρά μέcα cε ένα μεγάλο cινί (πιατέλα μεγάλη από λαμαρίνα).Οι γιουχάδεc γίνονται πολύ νόστιμεc και προcφέρονται με βραcμένο γάλα, με κοτόcουπα, με γιαούρτι και με μέλι αν υπάρχει φυσικά.
Ε) Τα Τcιριχτά :  Είναι τηγανίτεc (ομελέτα) που γίνεται με λίγο αλεύρι, με γάλα, βούτυρο και αυγά. Όλα αυτά μαζί ανακατεύονται και μόλιc λιώcει το βούτυρο μέcα cτο τηγάνι απλώνουν μέcα cε αυτό το ήδη πλαcμένο μίγμα τρυπώνταc cτη μέcη με ένα κουτάλι για να βγει από την τρύπα αυτή το καυτό και λιωμένο βούτυρο cτην πάνω επιφάνεια τηc τηγανίταc. Cερβίρεται cυνήθωc με ζάχαρη.
Cτ) Τα Πιcία : Παραcκευάζονται με cιταρίcιο αλεύρι, με γάλα ή νερό και αφού ζυμωθούν τα τοποθετούν μέcα cε τηγάνι που ψήνεται μέcα στο καυτό βούτυρο και ροδίζει. Φρεcκοψημένα είναι ένα από τα πιο περιζήτητα  εδέcματα και μάλιcτα αν cυνοδεύονται και με μέλι ή γιαούρτι.
Cε πολλά µέρη του Πόντου την Παραµονή τηc Πρωτοχρονιάc ο αρχηγόc τηc οικογένειαc, άντραc ή γυναίκα «εκαλαντίαζεν τ' οcπίτ'» cκορπίζονταc δηλαδή διάφορουc καρπούc µέcα cτο cπίτι και λέγονταc
«Άµον το ρούζ'νε αούτα τα καλά, αετc' πα να ρούζ'νε απέc΄ c΄οcπίτ΄ ν΄εµουν τ΄ευλοϊαc και τα καλοcύναc».
Αc είναι αυτέc οι δικέc μαc ευχέc για όλουc.


Πηγέс:
el.wikipedia.org

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου